- εμπότισμα
- το, -ατος1. εμπότιση.2. η ρευστή ουσία που διαπότισε κάποιο σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε.3. η διασπορά μέσα σε πέτρωμα μορίων από κάποιο μέταλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.