εμπότισμα

εμπότισμα
το, -ατος
1. εμπότιση.
2. η ρευστή ουσία που διαπότισε κάποιο σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε.
3. η διασπορά μέσα σε πέτρωμα μορίων από κάποιο μέταλλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμπότισμα — το 1. το αποτέλεσμα τού εμποτίζω, διαπότιση, μούσκεμα 2. το υγρό που διεισδύει και εμποτίζει ένα σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε …   Dictionary of Greek

  • εμποτισμός — ο το εμπότισμα …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”